Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ψαρονέφρι το [psaronéfri] Ο44 : εκλεκτό μέρος σφαγίου (συνήθ. χοιρινού) από την οσφυϊκή χώρα.
[αρχ. ψύα `μύες των νεφρών΄ > υποκορ. ψυάρ(ιον) -ο- + νεφρ(ός) -ι με αποβ. του ημιφ. ανάμεσα σε [s] και φων. (σύγκρ. ψιαθίον > ψαθί, διακόσιοι > διακόσοι)]