Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ψαραγορά η [psaraγorá] Ο24 : χώρος (δρόμος, κτλ.) όπου είναι συγκεντρωμένα καταστήματα που πουλούν ψάρια· ιχθυαγορά, ψαράδικα: Kατέβηκε στην ~ να βρει φρέσκο και φτηνό ψάρι. Tι ώρα κλείνει η ~;
[ψαρ(ο)- 1 + αγορά]



