Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ψαραγορά
1 εγγραφή
ψαραγορά η [psaraγorá] Ο24 : χώρος (δρόμος, κτλ.) όπου είναι συγκεντρωμένα καταστήματα που πουλούν ψάρια· ιχθυαγορά, ψαράδικα: Kατέβηκε στην ~ να βρει φρέσκο και φτηνό ψάρι. Tι ώρα κλείνει η ~;

[ψαρ(ο)- 1 + αγορά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες