Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ψαρίλα
1 item total
ψαρίλα η [psaríla] Ο25α : άσχημη, δυσάρεστη μυρωδιά από ψάρια: Για να φύγει η ~ από τα πιάτα τα πλένουμε με ξίδι.

[ψάρ(ι) -ίλα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go