Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ψαράδικο
1 item total
ψαράδικος -η -ο [psaráδikos] Ε5 : 1.που ανήκει ή που αναφέρεται στους ψαράδες, που χρησιμοποιείται από αυτούς: Ψαράδικη βάρκα, ψαρόβαρ κα, ψαροπούλα. Ψαράδικη καλύβα. Ψαράδικο χωριό. Ψαράδικο καπέλο. 2. (ως ουσ.) το ψαράδικο: α. (προφ.) το κατάστημα του ψαρά· ιχθυοπωλείο. || (πληθ.) τα ψαράδικα, ψαραγορά, ιχθυαγορά. β. κάθε είδους αλιευτικό σκάφος, μικρό ή μεγάλο· (πρβ. ψαροκάικο, ψαρόβαρκα, ψαροπούλα, γρι γρι, τράτα, ανεμότρατα). γ. παντελόνι, συνήθ. γυναικείο, που φτάνει ως το γόνατο.

[μσν. ψαράδικος < ψαραδ- (ψαράς) -ικος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go