Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ψαλμός
1 εγγραφή
ψαλμός ο [psalmós] Ο17 : α.υμνητικό ποίημα, θρησκευτικού περιεχομένου, που το ψέλνουν· εκκλησιαστικός ύμνος ή άσμα: Οι ψαλμοί του Δαβίδ / του Σολομώντα. || Ψαλμοί ή Bιβλίο των Ψαλμών, ένα από τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης. β. (συνήθ. πληθ.) ό,τι ψέλνεται σε μια ιερή ακολουθία, σε αντιδιαστολή προς ό,τι διαβάζεται· ψαλμωδία. ΦΡ κοντός ~ αλληλούια, σε περίπτωση που κτ. γίνεται σε συντομότατο χρονικό διάστημα ή που πρόκειται να γίνει σε λίγο, από στιγμή σε στιγμή.

[λόγ. < ελνστ. ψαλμός, αρχική σημ.: `ψαλμός με συνοδεία μικρής άρπας΄, αρχ. σημ.: `παλμός χορδής΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες