Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ψαλμουδιά
1 item total
ψαλμουδιά η [psalmuδjá] Ο24 : (λαϊκότρ.) ψαλμωδία.

[ελνστ. ψαλμῳδία (δες λ.) με τροπή [o > u] από επίδρ. του χειλ. [m] και συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go