Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ψένω
1 εγγραφή
ψένω [pséno] -ομαι Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λαϊκότρ.) ψήνω.

[μσν. ψένω < αρχ. ἕψω `βράζω, σιγοβράζω΄ μεταπλ. με βάση τον αόρ. ἥψησα (σύγκρ. σβέννυμι > σβένω, σβήνω), και νέα ανάλ. ἥ-ψησα (η σημερ. σημ. μσν.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες