Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ψάχνω
1 εγγραφή
ψάχνω [psáxno] -ομαι στις σημ. 4, 5 Ρ αόρ. έψαξα, απαρέμφ. ψάξει, παθ. αόρ. ψάχτηκα, απαρέμφ. ψαχτεί, μππ. ψαγμένος : 1α.ερευνώ, εξετάζω ένα χώρο για να βρω κτ.: ~ κάπου. ~ ένα χώρο. ~ σ΄ ένα χώρο. Έψαξα παντού αλλά δε βρήκα τίποτα. Έψαχνε μέσα σ΄ ένα σωρό παλιά χαρτιά να βρει το γράμμα. Άρχισε να ψάχνει ένα ένα τα συρτάρια. Ψάξε κι άλλο· είμαι σίγουρος πως κάπου εδώ το έχει κρύψει. ~ τις / στις τσέπες μου, για να δω αν έχω χρήματα. β. αναζητώ κτ. στο κατάλληλο μέρος, σημείο: ~ στο λεξικό, για να μάθω την ορθογραφία μιας λέξης. Θα ψάξω στην εγκυκλοπαίδεια για να βρω πληροφορίες για τον Kαβάφη. 2α. προσπα θώ να βρω κτ.: ~ να βρω κτ. για να το αγοράσω. Mην ψάχνετε άδικα· το φάρμακο που ζητάτε έχει από καιρό αποσυρθεί από την κυκλοφορία. ~ για σπίτι, ξέρεις να πουλιέται ή να νοικιάζεται κανένα; ~ να βρω λύση. ~ να βρω το δρόμο μου. ~ να βρω παρηγοριά. ~ για δουλειά. Tι ψάχνεις; ΦΡ ~ / γυρεύω ψύλλους* στ΄ άχυρα. ~ κτ. / κπ. με το κερί*. ~ κτ. / κπ. με το τουφέκι*. ~ με το φανάρι*. β. προσπαθώ να βρω ένα πρόσωπο κατάλ ληλο για ένα ρόλο, μια δουλειά κτλ.: ~ για βοηθό / για συνέταιρο. ~ να βρω τεχνίτη. ~ για παρέα / για κορόιδα / για οπαδούς. 3. (για πρόσ.) α. προσπαθώ να βρω, να συναντήσω κπ.· αναζητώ, γυρεύω: Πού ήσουν χτες; Tην έψαχνε μέσα στο πλήθος. Σ΄ έψαχνα όλη μέρα, αλλά δε σε βρήκα πουθενά. || Tους ψάχνει η αστυνομία, τους καταζητεί. β. κάνω σε κπ. σωματι κή έρευνα: Δεν έχω καθόλου χρήματα επάνω μου· αν δε με πιστεύεις, να, ψάξε με. 4. (παθ.) ψάχνω τις τσέπες μου, τα ρούχα που φορώ: Kαι για να μας πείσει πως από αφηρημάδα μόνο δεν έφερε τα χρήματα, συνέχισε να ψάχνεται. Ψάχτηκε για άλλη μια φορά, πριν σιγουρευτεί ότι είχε χάσει το πορτοφόλι του. 5. (παθ., οικ.) προσπαθώ να συνειδητοποιήσω τις βαθύτερες επιθυμίες μου, προσπαθώ να αποφασίσω την πορεία που θα ακολουθήσω στη ζωή: Έγινε τριάντα χρονών κι ακόμα ψάχνεται.

[μσν. ψάχνω < αρχ. ψαύω `ψηλαφώ΄ με βάση το συνοπτ. θ. ψαυσ- (έψαυ σα) > ψαξ- (ανομ. [ps-fs > ps-ks] ) και μεταπλ. κατά το σχ.: διωξ- (έδιωξα) - διώχνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες