Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ψάξιμο
1 item total
ψάξιμο το [psáksimo] Ο50 : η ενέργεια του ψάχνω και ιδίως η έρευνα σε ένα χώρο για να βρεθεί κτ.· (πρβ. αναζήτηση, έρευνα): Προσεκτικό / πρόχειρο ~. Περίμεναν να ξημερώσει για ν΄ αρχίσουν το ~. Aπό πού ν΄ αρχίσω το ~; Άσε τα ψαξίματα.

[ψαξ- (ψάχνω) -ιμο]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go