Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χύσιμο
1 εγγραφή
χύσιμο το [xísimo] Ο50 : η ενέργεια του χύνω. I1. Tο ~ του νερού / της ζάχαρης. ~ αίματος, αιματοχυσία. 2. Tο ~ των μετάλλων, χύτευση. 3. (προφ.) εκσπερμάτιση. II. Tο ~ της ιλαράς, η εμφάνιση του εξανθήματος της ιλαράς.

[χυσ- (χύνω) -ιμο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες