Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: χυλώνω
1 item total
χυλώνω [xilóno] Ρ1α μππ. χυλωμένος : για κτ. που γίνεται χυλός: Tα φασόλια / οι φακές / τα ρεβύθια χυλώνουν όταν βράσουν καλά. Xυλωμένο ρύζι, παραβρασμένο. || κάνω κτ. χυλό: Παράβρασες τη σούπα και τη χύλωσες.

[αρχ. χυλ(ῶ) -ώνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go