Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: χυδαίος
1 item total
χυδαίος -α -ο [xiδéos] Ε4 : που τον χαρακτηρίζει η έλλειψη ηθικής και ευπρέπειας: ~ άνθρωπος. Xυδαία συμπεριφορά. Έχει κάτι το χυδαίο επά νω του. Xυδαίες λέξεις / εκφράσεις / χειρονομίες, κυρίως αυτές που αναφέρονται στο σεξουαλικό τομέα. Xυδαία γλώσσα, μειωτικός χαρακτηρισμός που χρησιμοποιούσαν οι οπαδοί της καθαρεύουσας για τη δημοτι κή γλώσσα. || ~ υλισμός, απλοποίηση της θεωρίας του υλισμού. χυδαία ΕΠIΡΡ: Tον έβρισε ~. Φέρθηκε πολύ ~.

[λόγ. < ελνστ. χυδαῖος `κοινός΄ σημδ. γαλλ. vulgaire και κατά τη σημ. του χυδαιολογία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go