Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: χτένα
1 item total
χτένα η [xténa] Ο25 : αντικείμενο από κόκαλο, πλαστικό, μέταλλο κτλ. που έχει μία σειρά δόντια και που το χρησιμοποιούν για να ξεμπερδεύουν και για να στρώνουν τα μαλλιά· τσατσάρα: ~ με πυκνά / με αραιά δόντια. χτενάκι το YΠΟKΟΡ α. μικρή χτένα. β. μικρή καμπύλη χτένα για το πιάσιμο και το στόλισμα των μαλλιών. χτενούλα η YΠΟKΟΡ.

[χτέν(ι) μεγεθ. -α· χτέν(α) -ούλα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go