Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: χρυσόσκονη
1 item total
χρυσόσκονη η [xrisóskoni] Ο32 : σκόνη από χρυσό ή από απομίμηση χρυσού που τη χρησιμοποιούν στη διακόσμηση.

[χρυσο- + σκόνη]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go