Dictionary of Standard Modern Greek
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
- χρονόμετρο το [xronómetro] Ο42 : 1.είδος ρολογιού που μετράει την ώρα και τα κλάσματά της, έως και κλάσματα του δευτερολέπτου, και που είναι εφοδιασμένο με ειδική διάταξη για την εκκίνηση, τη στάση και την επαναφορά του δείχτη στο μηδέν. (έκφρ.) με το ~, για να δηλώσουμε απόλυτη χρονική ακρίβεια: Θέλει να γίνονται όλα με το ~. || ρολόι με ~, που μετράει και τα κλάσματα του λεπτού. 2. μικρό όργανο σε σχήμα πυραμίδας, εφοδιασμένο με ένα εκκρεμές που δείχνει την ταχύτητα με την οποία πρέπει να παιχτεί ένα μουσικό κομμάτι· μετρονόμος.
[λόγ. < γαλλ. chronomètre < chrono- = χρονο- 1 + -mètre = -μετρον (στη σημ. 1)]
- χρονομετρώ [xronometró] Ρ10.11α -ούμαι Ρ10.9β : 1.μετρώ με χρονόμετρο τη διάρκεια ενός έργου, ενός γεγονότος, μιας διαδικασίας: ~ τους αγώνες δρόμου. 2. υπολογίζω με ένα κοινό ρολόι το χρόνο που μου χρειά ζεται για κτ.: Xρονομέτρησα τη διάλεξή μου, για να μην ξεπεράσει τη μία ώρα.
[λόγ. < γαλλ. chronométrer < chronomètr(e) = χρονόμετρ(ον)1 -ώ]



