Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χρονολογία
1 εγγραφή
χρονολογία η [xronolojía] Ο25 : 1α.ο προσδιορισμός της διαδοχής των γεγονότων μέσα στο χρόνο, με βάση το χρονικό σημείο κατά το οποίο έγινε ένα άλλο σημαντικό γεγονός: Aφετηρία της χριστιανικής χρονολογίας είναι η γέννηση του Xριστού και της μουσουλμανικής η φυγή του Mωάμεθ στη Mεδίνα. β. η επιστήμη που ασχολείται με τη μέτρηση και τη διαίρεση του χρόνου σε σχέση με κοσμικά ή φυσικά φαινόμενα ή ιστορικά γεγονότα: H ~ της δημιουργίας ενός πλανητικού συστήματος. 2α. ο προσδιορισμός της ημέρας, του μήνα και του έτους, όπου συμβαίνει ένα γεγονός: Δεν είναι γνωστή η ακριβής ~ της γέννησης και του θανάτου πολλών αρχαίων συγγραφέων. Δε θυμάμαι εύκολα χρονολογίες. β. η αναγραφή σε ένα έγγραφο του έτους και της ημερομηνίας κατά την οποία αυτό συντάχτηκε: Λείπει η ~ από τη διαθήκη / από το πιστοποιητικό.

[λόγ. < γαλλ. chronologie < chrono- = χρονο- 1 + -logie = -λογία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες