Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- χρονοδιακόπτης ο [xronoδiakóptis] Ο10 : μηχανισμός που βάζει σε λειτουργία ή που διακόπτει αυτόματα τη λειτουργία μιας μηχανής ή μιας συσκευής: Hλεκτρικός θερμοσίφωνας με χρονοδιακόπτη.
[λόγ. χρονο- 1 + διακόπτης μτφρδ. αγγλ. time switch]



