Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: χρηματοπιστωτικός
1 item total
χρηματοπιστωτικός -ή -ό [xrimatopistotikós] Ε1 : (οικον.) που αναφέρεται στο δανεισμό χρημάτων: Xρηματοπιστωτικό σύστημα.

[λόγ. χρηματο- + πιστωτικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go