Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- χρηματοδότηση η [xrimatoδótisi] Ο33 : η ενέργεια του χρηματοδοτώ: Tο κράτος / η τράπεζα ανέλαβε τη ~ των αποχετευτικών έργων.
[λόγ. χρηματοδοτη- (χρηματοδοτώ) -σις > -ση]



