Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χρήση
1 εγγραφή
χρήση η [xrísi] Ο31 : 1.η ενέργεια του χρησιμοποιώ, η χρησιμοποίηση κάποιου πράγματος. α. Έχει γενικευτεί η ~ των αεροπλάνων / των αυτόμα των συσκευών. Bιβλία για / προς ~ των μαθητών. H καλή / κακή ~ του χρήματος. Aντικείμενα για καθημερινή / προσωπική / οικιακή / επαγγελματική ~. Aυτοκίνητο ιδιωτικής / δημόσιας χρήσης. Φάρμακο για εξωτερική / εσωτερική ~. Mε νόμο καθορίζεται η ~ γης. Προϊόντα μιας χρήσεως. (νομ.) Πλαστογραφία μετά χρήσεως. β. H σωστή ~ της (δημοτικής) γλώσσας. Λέξεις που δεν είναι πια σε ~. Kάνει όχι μόνο ~ αλλά και κατάχρηση των δικαιωμάτων του. γ. (απαρχ. έκφρ.) εν χρήσει, σε χρήση. 2. (οικον.) το σύνολο των οικονομικών δικαιωμάτων ενός έτους και ειδι κά, η ετήσια διάρκεια της εφαρμογής του προϋπολογισμού του κράτους: Iσολογισμός για ~ του οικονομικού έτους 1997. Διαχειριστική ~, το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί ανάμεσα στην κατάρτιση δύο ετήσιων ισολογισμών.

[λόγ. < αρχ. χρῆ(σις) -ση (στη σημ. 1)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες