Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: χορτάτος
1 item total
χορτάτος -η -ο [xortátos] Ε3 : που έχει χορτάσει· χορτασμένος: Έφαγα πολύ και είμαι ~. || (ως ουσ.) ο χορτάτος, αυτός που έχει ικανοποιήσει εντελώς τις υλικές του ανάγκες: Στον κόσμο υπάρχουν οι χορτάτοι και οι πεινασμένοι. ΠAΡ (Θέλει) και την πίτα* σωστή / ολόκληρη / αφάγωτη και το σκύλο χορτάτο.

[χορτ(αίνω) -άτος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go