Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- χορτάτος -η -ο [xortátos] Ε3 : που έχει χορτάσει· χορτασμένος: Έφαγα πολύ και είμαι ~. || (ως ουσ.) ο χορτάτος, αυτός που έχει ικανοποιήσει εντελώς τις υλικές του ανάγκες: Στον κόσμο υπάρχουν οι χορτάτοι και οι πεινασμένοι. ΠAΡ (Θέλει) και την πίτα* σωστή / ολόκληρη / αφάγωτη και το σκύλο χορτάτο.
[χορτ(αίνω) -άτος]



