Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χλώριο
3 εγγραφές [1 - 3]
χλώριο το [xlório] Ο40 (χωρίς πληθ.) : χημικό στοιχείο αέριο, με κιτρινοπράσινο χρώμα και με έντονη και διαπεραστική οσμή, που δεν υπάρχει ελεύθερο στη φύση: Οι βιομηχανικές χρήσεις του χλωρίου είναι πολυάριθμες. Tο ~ χρησιμοποιείται ως λευκαντικό και ως απολυμαντικό.

[λόγ. < γαλλ. chlor(e) < αρχ. χλωρός στη σημ.: `πρασινοκίτρινος΄ -ιον]

χλωριούχος -ος / -α -ο [xloriúxos] Ε14 : (χημ.) για χημική ένωση μετάλλου με χλώριο: ~ μόλυβδος. ~ ένωση. Xλωριούχο κάλιο / μαγνήσιο. Xλωριούχο νάτριο, αλάτι. Xλωριούχο αμμώνιο, νισαντίρι.

[λόγ. χλωρι(ο)- + -ούχος μτφρδ. γαλλ. chloré]

χλωρο- 1 [xloro] & χλωριο- [xlorio] & χλωρ- [xlor] ή χλωρι- [xlori], συχνά όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : (χημ.) α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· δηλώνει την ύπαρξη χλωρίου σε χημικές ενώσεις: χλωραιθάνιο και ~αιθάνιο, χλωραμίνη, ~βενζόλιο, ~βουτάνιο, ~μεθάνιο. || χλωριονατριούχος, χλωριούχος.

[λόγ. < γαλλ. chloro- < chlore = χλώρ(ιον) & θ. του ουσ. χλώρι(ον) -ο- ως α' συνθ.: χλωρο-φόρμιον < γαλλ. chloro forme]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες