Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χλωρίδα
1 εγγραφή
χλωρίδα η [xloríδa] Ο26 : 1.το σύνολο των αυτοφυών φυτών ενός τόπου ή μιας χώρας: H ~ και η πανίδα της Ελλάδας / της Ευρώπης / της Aφρικής. Aλπική / μεσογειακή / ινδική ~. 2. (μικροβιακή) ~, το σύνολο των ζωντανών μικροοργανισμών που βρίσκονται στις φυσικές κοιλότητες του σώματος: Tα αντιβιοτικά μπορεί να καταστρέψουν τη ~ του εντέρου.

[λόγ. χλωρ(ίς) -ίδα κατά το πανίς (δες πανίδα) < νλατ. flora < λατ. Flora όν. της θεάς των λουλουδιών, παρετυμ. χλωρός (διαφ. το αρχ. χλωρίς `ένα είδος φλώρου΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες