Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- χλαμύδα η [xlamíδa] Ο26 : στην αρχαιότητα, χοντρός τριγωνικός μανδύας, που οι δύο άκρες του στερεώνονταν στον αριστερό ώμο και που τον φορούσαν κυρίως οι ιππείς και οι κήρυκες. || επίσημο ένδυμα βασιλέων και στρατηγών: Kόκκινη / πορφυρή / βασιλική ~.
[λόγ. < αρχ. χλαμύς, αιτ. -ύδα]



