Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χιλιό-
2 εγγραφές [1 - 2]
χιλιο- 1 [io & ilio] & χιλι- [ili], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν & χιλιό- [ió] ή χιλί- [ilí], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· προσδίδει στο β' συνθετικό: 1. την έννοια του απόλυτου αριθμητικού χίλιοι: χιλιόχρονος, χιλίαρχος, χιλιετία· χιλιετής. || (επιστ.) ~κέφαλος. 2. με την έννοια χίλιες φορές, πολλές φορές, υπερβολικά πολύ, με θετική ή αρνητική σημασία ανάλο γα με τα συμφραζόμενα· (πρβ. πολυ-): χιλιάκριβος, χιλιόδετος· ~ειπωμέ νος, ~συζητημένος, ~φορεμένος. (λόγ.) ~τρόπως.

[θ. του αριθμτ. χίλι(α) -ο- & λόγ. < αρχ. χιλιο- < αριθμτ. χίλι(α) -ο- ως α' συνθ.: αρχ. χιλιό-ναυς `με χίλια καράβια΄, ελνστ. χιλιο-τάλαντος `που ζυγίζει χίλια τάλαντα΄]

χιλιο- 2 [io & ilio] & χιλιό- [ió & ilió], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : (επιστ.) α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις που δηλώνουν μονάδα μέτρησης ενός φυσικού μεγέθους η οποία αποτελείται από χίλιες μονάδες της τάξης που δηλώνει το β' συνθετικό· εναλλάσσεται με το κιλο- όταν το β' συνθετικό είναι ξένη λέξη μη προσαρμοσμένη στο κλιτικό σύστημα της νέας ελληνικής: χιλιόγραμμο, χιλιόμετρο· ~βάτ και κιλοβάτ.

[λόγ. < γαλλ. kilo- < αρχ. χιλιο- (μτφρδ. κατά τον πρόδρομο της γαλλ. λ.) ως α' συνθ.: χιλιό-γραμμο, χιλιό-μετρο < γαλλ. kilo-gramme, kilomètre (αλλά και κιλο-: κιλο-βάτ < γαλλ. kilowatt)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες