Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: χιλιοστόγραμμο
1 item total
χιλιοστόγραμμο το [xiliostóγramo] Ο42 : μονάδα βάρους ίση με το ένα χιλιοστό του γραμμαρίου.

[λόγ. χιλιοστο- + -γραμμον κατά το χιλιόγραμ μον μτφρδ. γαλλ. milligramme]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go