Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χιλιοστό
4 εγγραφές [1 - 4]
χιλιοστο- [iliosto] & χιλιοστό- [iliostó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : (επιστ.) α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις που δηλώνουν μονάδα μέτρησης ενός φυσικού μεγέθους η οποία ισοδυναμεί με το ένα χιλιοστό της μονάδας που δηλώνει το β' συνθετικό· εναλλάσσεται με το μιλι- όταν το β' συνθετικό είναι ξένη λέξη μη προσαρμοσμένη στο κλιτικό σύστημα της νέας ελληνικής: χιλιοστόγραμμο· ~αμπέρ και μιλιαμπέρ.

[λόγ. θ. του χιλιοστ(ός) -ο- ως α' συνθ. μτφρδ.: χιλιοστό-μετρο < γαλλ. millimètre]

χιλιοστόγραμμο το [xiliostóγramo] Ο42 : μονάδα βάρους ίση με το ένα χιλιοστό του γραμμαρίου.

[λόγ. χιλιοστο- + -γραμμον κατά το χιλιόγραμ μον μτφρδ. γαλλ. milligramme]

χιλιοστόμετρο το [xiliostómetro] Ο42 : μονάδα μήκους ίση με το ένα χιλιοστό του μέτρου· χιλιοστό.

[λόγ. χιλιοστο- + μέτρον μτφρδ. γαλλ. millimètre]

χιλιοστός -ή -ό [xiliostós] Ε1 αριθμτ. τακτ. : 1.που έχει σε μια σειρά από όμοια πρόσωπα ή πράγματα τη θέση που ορίζει ο αριθμός χίλια: H χιλιοστή επέτειος. (έκφρ.) για χιλιοστή φορά, πάρα πολλές φορές: Σου το είπα για χιλιοστή φορά. 2. (ως ουσ.): Πέτυχε και ο ~. α. το χιλιοστό, το ένα από τα χίλια ίσα μέρη ενός συνόλου: Mου ανήκουν τα ογδόντα χιλιοστά του οικοπέδου. || γενικά, το ελαχιστότατο μέρος ενός όλου. β. χιλιοστόμετρο: Πέντε χιλιοστά.

[λόγ. < αρχ. χιλιοστός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες