Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: χειραφέτηση
1 item total
χειραφέτηση η [xirafétisi] Ο33 : η ενέργεια του χειραφετώ. 1α. απαλλαγή από τη γονική κηδεμονία· χειραφεσία: H ~ των νέων. β. αναγνώριση στη γυναίκα όλων των αστικών δικαιωμάτων που έχει και ο άντρας. 2. απαλλαγή από κάποια εξάρτηση: Είναι απαραίτητη η ~ της εξωτερικής μας πολιτικής από τις ξένες δυνάμεις.

[λόγ. χειραφετη- (χειραφετώ) -σις > -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go