Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: χειραποσκευή
1 item total
χειραποσκευή η [xiraposeví] Ο29 : τσάντα ή μικρό δέμα που δεν το βάζουν στο χώρο των αποσκευών, αλλά που το κρατάει ο επιβάτης.

[λόγ. χειρ(ο)- + αποσκευή μτφρδ. αγγλ. hand luggage]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go