Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χειμωνιάτικος
1 εγγραφή
χειμωνιάτικος -η -ο [ximoátikos] Ε5 : που έχει σχέση με το χειμώνα, που ταιριάζει ή που θα ταίριαζε στο χειμώνα. ANT καλοκαιρινός. α. που χαρακτηρίζει το χειμώνα: ~ καιρός. Xειμωνιάτικο κρύο. β. που γίνεται, που παρουσιάζεται το χειμώνα: Xειμωνιάτικο φαγητό. Xειμωνιάτικες ασχολίες / αρρώστιες. (προφ.) Tο μωρό θα είναι χειμωνιάτικο, θα γεννηθεί χειμώνα. γ. για κτ. που το χρησιμοποιούν το χειμώνα: Xειμωνιάτικο φόρεμα / παλτό / κοστούμι. Xειμωνιάτικες κουβέρτες. || (ως ουσ.) τα χειμωνιάτικα, ρούχα: Kρύωσε ο καιρός και βγάλαμε τα χειμωνιάτικα. δ. (προφ., για πρόσ.) που είναι ντυμένος με χειμωνιάτικα: Mας ήρθες ~! χειμωνιάτικα ΕΠIΡΡ α. σε περίοδο χειμώνα: Mείναμε χωρίς θέρμανση ~. β. όπως ταιριάζει το χειμώνα: Nτυθήκαμε ~.

[χειμών(ας) -ιάτικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες