Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- χειλοϋπερωικός -ή -ό [xiloiperoikós] Ε1 : (γλωσσ.) χειλοϋπερωικά σύμφωνα, σύμφωνα που αποτελούνται από ένα χειλικό και ένα υπερωικό στοιχείο που αρθρώνονται και ακούγονται συγχρόνως.
[λόγ. χειλ(ικός) -ο- + υπερωικός μτφρδ. γαλλ. labiovélaire ή γερμ. labiovelar]