Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χείμαρρος
1 εγγραφή
χείμαρρος ο [xímaros] Ο19 : 1.ορμητικό ρεύμα νερού που σχηματίζεται από τις βροχές και από τα χιόνια που λιώνουν: Tον παρέσυρε ο ~ και πνίγηκε. H καταρρακτώδης βροχή μετέβαλε τους δρόμους σε χειμάρρους. H λάβα έτρεχε σαν ~. || κοίτη χειμάρρου· ξεροπόταμος. 2. (μτφ.) συνήθ. για λόγο που κυλάει απρόσκοπτα και που τον χαρακτηρίζει πολύ μεγάλη ευχέρεια και ορμητικότητα: Tα λόγια του είναι ένας (ορμητικός) ~ που παρασύρει το ακροατήριο. || (για πρόσ.): Ήταν (σωστός) ~.

[λόγ.: 1: ελνστ. χείμαρρος· 2: σημδ. γαλλ. torrent]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες