Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χαστούκι
2 εγγραφές [1 - 2]
χαστούκι το [xastúki] Ο44 : 1.δυνατό χτύπημα που δίνει κάποιος στο πρόσωπο κάποιου άλλου, με το εσωτερικό συνήθ. της παλάμης του· μπάτσος, σκαμπίλι: Έφαγε / του έδωσε ένα γερό ~ και του κοκκίνισε το μάγουλο. Θα σου αστράψω ένα ~! Tον άρχισε στα χαστούκια. 2. (μτφ.) πλήγμα που προκαλεί ηθικό εξευτελισμό ή πολύ μεγάλη απογοήτευση· κόλαφος: Έφαγε στη ζωή του πολλά χαστούκια. H απάντηση που του έδωσαν ήταν ένα ~ γι΄ αυτόν. χαστουκάκι το YΠΟKΟΡ.

[μσν. χαστούκι < αραβ.(;)]

χαστουκίζω [xastukízo] -ομαι Ρ2.1 : δίνω χαστούκι ή χαστούκια· μπατσί ζω, σκαμπιλίζω.

[χαστούκ(ι) -ίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες