Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: χασομέρης
1 item total
χασομέρης ο [xasoméris] Ο11 θηλ. χασομέρισσα [xasomérisa] Ο27 : (οικ.) αυτός που δε δουλεύει αλλά περνάει τον καιρό του γυρίζοντας εδώ και εκεί· αργόσχολος.

[χασομέρ(ι) -ης· χασομέρ(ης) -ισσα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go