Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χαρτοφυλάκιο
1 εγγραφή
χαρτοφυλάκιο το [xartofilákio] Ο40 : I.(επίσ.) το αξίωμα του υπουργού και τα καθήκοντά του: Πήρε το ~ των Οικονομικών. Ο πρωθυπουργός θα μοιράσει τα χαρτοφυλάκια. Yπουργός άνευ χαρτοφυλακίου, μέλος του υπουργικού συμβουλίου χωρίς υπουργείο. II. (οικον.) σύνολο μετοχών διάφορων τραπεζών ή εταιρειών, που έχει αγοράσει μια επενδυτική εταιρεία ή ένας ιδιώτης: Εταιρεία χαρτοφυλακίου, που έχει μεγάλο ποσοστό από τις μετοχές άλλων εταιρειών.

[λόγ. < ελνστ. ή μσν. χαρτοφυλάκιον `θήκη αρχείων΄ υποκορ. του χαρτοφύλαξ σημδ.: I: γαλλ. porte feuille ή ιταλ. portafoglio· II: αγγλ. portfolio]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες