Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χαρτοπετσέτα
1 εγγραφή
χαρτοπετσέτα η [xartopetséta] Ο25 : πετσέτα φαγητού από μαλακό χαρτί.

[χαρτο- 1 + πετσέτα μτφρδ. αγγλ. paper napkin]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες