Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χαρτομάντιλο
1 εγγραφή
χαρτομάντιλο το [xartomándilo] Ο41 : μαντίλι για τη μύτη από μαλακό και απορροφητικό χαρτί.

[χαρτο- 1 + μαντίλ(ι) -ο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες