Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χαροποιώ
1 εγγραφή
χαροποιώ [xaropió] Ρ10.9α : (λόγ.) προξενώ χαρά, κάνω κπ. να χαρεί: H επιτυχία σου μας χαροποίησε όλους.

[λόγ. < ελνστ. χαροποιῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες