Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χαραμοφάης
1 εγγραφή
χαραμοφάης ο [xaramofáis] Ο11 θηλ. χαραμοφάισσα [xaramofáisa] Ο27α : άνθρωπος τεμπέλης που δε δουλεύει και που τον τρέφουν άλλοι. || (επέκτ.) αυτός που δεν αποδίδει όσο πρέπει στη δουλειά του, που η αμοι βή του είναι δυσανάλογα μεγάλη με την απόδοσή του.

[χαράμ(ι) -ο- + φα- (τρώω) -ης μτφρδ. τουρκ. (διαλεκτ.) haramιιcι· χαραμοφά(ης) -ισσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες