Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- χαρακτηρισμός ο [xaraktirizmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του χαρακτηρίζω: Εύστοχος / άστοχος / πετυχημένος / ατυχής ~. Xρησιμοποίησε για τον αντίπαλό του βαρείς / άδικους χαρακτηρισμούς. Ο ~ του προδότη θα τον ακολουθεί σε όλη του τη ζωή. || ~ προσώπου, περιγραφή του χαρακτήρα του: Tο θέμα στην έκθεση ήταν ο ~ ενός ομηρικού ήρωα.
[λόγ. < ελνστ. χαρακτηρισμός]



