Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χαράτσι
1 εγγραφή
χαράτσι το [xarátsi] Ο44 : 1.κεφαλικός φόρος που πλήρωναν οι χριστιανοί κατά την τουρκοκρατία. 2. φόρος ή εισφορά συνήθ. προς το δημόσιο, που τη θεωρούμε βαριά και άδικη: H εφορία μάς έβαλε ~. Πληρώνουμε ~.

[μσν. χαράτσι < τουρκ. haraç (από τα αραβ.) ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες