Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χαμός
2 εγγραφές [1 - 2]
χαμός ο [xamós] Ο17 : απώλεια, κυρίως για το θάνατο κάποιου αγαπητού προσώπου: Ο τραγικός ~ του παιδιού / του πατέρα του. (έκφρ.) γίνεται ~, αναστάτωση, φασαρία: Στη συγκέντρωση / στο συλλαλητήριο γίνεται ~. Mάλωσαν και έγινε ~.

[μσν. χαμός < χά(νω) -μός (πρβ. σκοτωμός)]

χαμόσπιτο το [xamóspito] Ο41 : χαμηλό, μικρό και φτωχικό σπίτι.

[χαμο- + σπίτ(ι) -ο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες