Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: χαμογελαστός
1 item total
χαμογελαστός -ή -ό [xamojelastós] Ε1 : που χαμογελάει, που έχει χαρούμενη έκφραση: Xαμογελαστό παιδί / πρόσωπο. Mε χαιρέτησε ~, χαμογελώντας. χαμογελαστά ΕΠIΡΡ: Mου απάντησε ~.

[χαμογελασ- (χαμογελώ) -τός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go