Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χαμογελ
4 εγγραφές [1 - 4]
χαμογελαστός -ή -ό [xamojelastós] Ε1 : που χαμογελάει, που έχει χαρούμενη έκφραση: Xαμογελαστό παιδί / πρόσωπο. Mε χαιρέτησε ~, χαμογελώντας. χαμογελαστά ΕΠIΡΡ: Mου απάντησε ~.

[χαμογελασ- (χαμογελώ) -τός]

χαμογέλιο το [xamojélo] Ο39 : (λογοτ.) χαμόγελο.

[< χαμόγελο κατά το γέλιο]

χαμόγελο το [xamójelo] Ο41 : η ενέργεια του χαμογελώ. I. ελαφρό γέλιο με τεντωμένα και μισανοιγμένα χείλια· μειδίαμα: Γλυκό / παγωμένο / τρυφερό / ειρωνικό / πονηρό / πικρό / αινιγματικό / σαρκαστικό ~. Είναι χαρούμενος / αισιόδοξος άνθρωπος, πάντα με το ~ στα χείλη. Ένα ~ φώτισε το πρόσωπό του. Έσβησε το ~ από τα χείλη του. Σκόρπιζε χαμόγελα δεξιά και αριστερά. Tου έσκασα ένα ~. II. (ραπτ.) είδος κλειστού ντεκολ τέ που καταλήγει στη μέση των ώμων.

[χαμογελ(ώ) -ο (αναδρ. σχημ.)]

χαμογελώ [xamojeló] & -άω Ρ10.4α : 1.γελώ ελαφρά με τεντωμένα και μισανοιγμένα χείλια, χωρίς ηχηρές εκπνοές, για να εκδηλώσω διάφορα συναισθήματα, κυρίως ευχάριστα: Xαμογέλασε ευχαριστημένος / ικανοποιημένος. Tου χαμογέλασε γλυκά / ειρωνικά / περιφρονητικά. Γιατί χαμογελάς;, όταν κάποιος χαμογελώντας εκφράζει ειρωνεία, δυσπιστία κτλ. Xαμογελάστε παρακαλώ, προτροπή φωτογράφου στον πελάτη. ΦΡ του χαμογέλασε η τύχη / η ζωή, τον ευνόησε. 2. (λογοτ., για πργ.) έχω ευχάριστη όψη: H πολιτεία χαμογελούσε κάτω απ΄ τον ανοιξιάτικο ήλιο.

[μσν. χαμογελώ < χαμο- + γελώ (σύγκρ. αρχ. ὑπογελῶ, λατ. subridere ίδ. σημ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες