Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: χαλκός
1 item total
χαλκός ο [xalkós] Ο17 : χημικό στοιχείο που ανήκει στα μέταλλα· έχει κόκκινο χρώμα, πολύ μεγάλη θερμική και ηλεκτρική αγωγιμότητα, είναι ελατός και όλκιμος, αλλά δεν είναι ελαστικός και εύθραυστος και χρησιμοποιείται ευρύτατα στη βιομηχανία: Aυτοφυής ~, που βρίσκεται ελεύθερος στη φύση. Ορυκτά του χαλκού, που περιέχουν χαλκό. Kαθαρός ~. Kράματα του χαλκού, ορείχαλκος, μπρούντζος κτλ. Θειούχος / χλωριούχος / νιτρικός / θειικός ~, ενώσεις του χαλκού. || (ιστ., αρχαιολ.) εποχή του χαλκού, περίοδος της προϊστορίας, κατά την οποία ο άνθρωπος χρησιμοποιεί το χαλκό για την κατασκευή εργαλείων και όπλων· χαλκοκρατία.

[λόγ. < αρχ. χαλκός & σημδ. αγγλ. bronze]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go