Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: χαλάζιο
1 item total
χαλάζιο το [xalázio] Ο41 : (ιατρ.) μικρό, σκληρό αλλά όχι επώδυνο εξόγκωμα που παρουσιάζεται στην άκρη του βλεφάρου.

[λόγ. < ελνστ. χαλάζιον υποκορ. του αρχ. χάλαζα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go