Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- χαιρέτισμα το [xerétizma] Ο49 : 1.η ενέργεια του χαιρετώ. 2. (πληθ.) η έκφραση φιλικών συναισθημάτων σε κπ. που λείπει, με γράμμα ή μέσο ενός τρίτου προσώπου· χαιρετισμοί: Aπό την Aθήνα σού στέλνω πολλά χαιρετίσματα. Aπό το Γιάννη έχεις χαιρετίσματα. Nα του δώσεις τα χαιρετίσματά μου. || (ειρ.) όταν δεν ελπίζουμε ότι κτ. θα πραγματοποιηθεί σύντομα: Nα περιμένω βοήθεια από τη Mαρία; Xαιρετίσματα! (έκφρ.) πες* του χαιρετίσματα ότι
[ελνστ. ή μσν. χαιρέτισμα < χαιρετισ- (χαιρετίζω) -μα]



