Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: χάιδι
3 items total [1 - 3]
χάιδι το [xáiδi] Ο44 : (σπάν.) χάδι.

[μσν. χάιδι (στη σημερ. σημ.) < φρ. το ηχάδιον `τραγούδι, κανάκεμα΄ (υποκορ. του ήχ(ος) -άδιον) με μετάθ. του ημιφ. [toιxáδion > toxáιδion] ]

χαϊδιάρης -α -ικο [xaiδjáris] Ε9 : (σπάν.) χαδιάρης.

[χάιδ(ι) -ιάρης]

χαϊδιάρικος -η -ο [xaiδjárikos] Ε5 : (σπάν.) χαδιάρικος.

[χαϊδιάρ(ης) -ικος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go