Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φύλακας
1 εγγραφή
φύλακας ο [fílakas] Ο5 : αυτός που έχει αναλάβει τη φύλαξη, την επιτήρηση, τη φρούρηση (προσώπων, πραγμάτων, χώρων κτλ.): Zητούνται φύλακες για εργοστάσιο. Οι ληστές εξουδετέρωσαν το φύλακα και διέρρηξαν το χρηματοκιβώτιο. ~ αρχαιολογικού χώρου. (έκφρ.) ~ άγγελος*. ΠAΡ ΦΡ έχουνε γνώση* οι φύλακες.

[λόγ. < αρχ. φύλαξ, αιτ. -ακα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες