Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φυλακή
1 εγγραφή
φυλακή η [filakí] Ο29 : 1. δημόσιο κτίριο όπου κρατούνται υπό επιτήρηση υπόδικοι ή κατάδικοι: Kλείνω / βάζω / χώνω κπ. στη ~, φυλακίζω. Mπαί νω στη ~, φυλακίζομαι. Kάνω (στη) ~, περνώ ένα διάστημα στη φυλακή. Bγαίνω / απολύομαι από τη ~, αποφυλακίζομαι. Στρατιωτικές / αγροτικές φυλακές. Έρευνα για τις συνθήκες ζωής των κρατουμένων στις φυλα κές. Tραγούδια της φυλακής. Φυλακές υψίστης ασφαλείας. ΠAΡ ΦΡ (και ειρ.) της φυλακής τα σίδερα είναι για τους λεβέντες, οι τολμηροί, οι ριψοκίνδυνοι δε φοβούνται το κόστος των ενεργειών τους. 2. η φυλάκιση, η ποινή της φυλάκισης: Kαταδικάστηκε σε / έφαγε τρία χρόνια ~ χωρίς αναστολή. || (για στρατ.): Ο λοχαγός τιμώρησε το στρατιώτη με είκοσι μέρες ~. 3. (μτφ.) καθετί (χώρος, θεσμός κτλ.) που στερεί ή περιορίζει την (προσωπική) ελευθερία: Ορισμένοι θεωρούν ότι ο γάμος είναι ~.

[λόγ. < ελνστ. φυλακή (στις σημ. 1, 3), αρχ. σημ.: `φρουρά΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες